- σπατίλη
- και πατίλη, ἡ, Α1. υδαρές αποπάτημα2. αποπάτημα, κόπρος3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον-ίλη, μαρ-ίλη). Η λ. με τη σημ. «κομμάτια από δέρμα» προήλθε, κατά μία άποψη, από τον τ. σπάτος «δέρμα» (< σπάω) και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμόν με σημ. «υδαρές αποπάτημα», πιθ. κατ' επίδραση τών τῖλος «υδαρές αποπάτημα», τιλῶ «αποπατώ». Η σύνδεση τής λ. με τον τ. οἰσπώτη «κοπριά», όπως και η άποψη ότι η λ. σπατίλη προέρχεται με απλολογία από έναν συνθ. τ. *σπατο-τίλη (< σπάτος / τῖλος), δεν θεωρούνται πιθανές].
Dictionary of Greek. 2013.